- διετέθησαν
- διατίθημιarrangeaor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
φιλοπόλεμος — η, ο / φιλοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Α αυτός που αγαπά τον πόλεμο, που τού αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρής νεοελλ. αυτός που είναι υπέρ τού πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek